- αιδούμαι
- αἰδοῡμαι (-έομαι) (Α) μτγν. και αἰδῶ, -έωΙ. (ως ενεργητικό) προκαλώ τον σεβασμό κάποιου, εμπνέω σεβασμόΙΙ. (ως αποθετικό) αιδούμαι1. αισχύνομαι, ντρέπομαι2. (με ηθ. σημ.) φοβάμαι, σέβομαι3. σέβομαι τη δυστυχία τού άλλου, συμπονώ, συμμερίζομαι4. (στη δικανική γλώσσα) α) συγχωρώ, συμφιλιώνομαιλέγεται για συγγενή δολοφονημένου, που επιτρέπει στον δολοφόνο να επανέλθει από την εξορίαβ) (για δολοφόνο) συγχωρούμαι, βρίσκω συγχώρεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < *αἰδέσ-ομαι < αἰδώς.ΠΑΡ. (αρχ. μσν.) αἰδέσιμοςαρχ.αἴδεσις, αἰδεστός, αἰδήμωνμσν., αἰδεστικός].
Dictionary of Greek. 2013.